Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
άγασμα — το ἄγασμα (Α) [ἀγάζομαι] αντικείμενο λατρείας … Dictionary of Greek
ἀγάσματα — ἄγασμα object of adoration neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)